- οϊστοδόκος
- ὀϊστοδόκος και ὀϊστοδόχος, -ον, θηλ. και ὀϊστοδόκη (Α)αυτός που χρησιμοποιείται ως θήκη για βέλη, ως φαρέτρα («ὀϊστοδόκην μὲν ἐπὶ χθονὶ θῆκε φαρέτρην», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + -δόκος / -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος / -δόχος].
Dictionary of Greek. 2013.